ἐσπουδασμένως

ἐσπουδασμένως
ἐσπουδασμένως
seriously
indeclform (adverb)
σπουδάζω
to be busy
perf part mp masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εσπουδασμένως — ἐσπουδασμένως (Α) 1. επίρρ. σπουδαία, σοβαρά 2. με ζήλο 3. γρήγορα, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσπουδασμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού σπουδάζω] …   Dictionary of Greek

  • λατραβιάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐσπουδασμένως καὶ ἀσήμως λαλεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. λατραβιάζειν και λατραβίζω συνδέονται με το λατ. latrō, πιθ. με σημ. «γαβγίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”